- σωφρονικός
- -ή, -όν, Α [σώφρων, -ονος]1. ο εκ φύσεως φρόνιμος, συνετός2. (για καταστάσεις ή διαθέσεις) αυτός που φανερώνει σωφροσύνη3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σωφρονικόνη σωφροσύνη, η φρονιμάδα.επίρρ...σωφρονικῶς Αμε σωφροσύνη, με φρονιμάδα.
Dictionary of Greek. 2013.